ρομβόεδρο

ρομβόεδρο
το, Ν
1. παραλληλεπίπεδο τού οποίου οι έδρες είναι ρόμβοι
2. (κρυσταλλ.) κρυσταλλική μορφή τού τριγωνικού συστήματος που αποτελείται από ένα παραλληλεπίπεδο με έξι ομοιόμορφες έδρες σε σχήμα ρόμβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhombohendron (< ρόμβος + έδρα). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Ορφανίδη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… …   Dictionary of Greek

  • πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… …   Dictionary of Greek

  • ρομβοεδρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ρομβόεδρο 2. φρ. «ρομβοεδρικό σύστημα» (κρυσταλλ.) κρυσταλλικό σύστημα κατά το οποίο η μοναδιαία κυψελίδα τού εξαγωνικού συστήματος έχει το σχήμα ενός κανονικού ρόμβου με εσωτερικές γωνίες 60° και 120° …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”